Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
όρδειλον — ὄρδειλον, τὸ (Α) το φυτό τόρδιλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. πρέπει να διαβαστεί τόρδειλον, άλλη γρφ. τού τόρδυλον / τόρδιλον «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek
ὄρδειλον — hartwort neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)